- αμμοχωσιά
- η (Α ἀμμοχωσία)κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμμοχωσίας — ἀμμοχωσίᾱς , ἀμμοχωσία sand bath fem acc pl ἀμμοχωσίᾱς , ἀμμοχωσία sand bath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμοχωσίαν — ἀμμοχωσίᾱν , ἀμμοχωσία sand bath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια … Dictionary of Greek